< ἀκίσκλη
ἀκίταλος >
ἀκίσκλος
,
-ου, ὁ
lat.
acisculus
,
cincel
o
escoplo
de cantero
ἀκίσκλους ... ἐστελεωμένους
OClaud
.132.2 (II d.C.).