< ἀκατάκριτος
ἀκατάλειπτος >
ἀκάτακτος
,
-ον
1
que no se rompe
,
indemne
κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν>
Phld.
Mort
.39.5.
2
irrompible
Arist.
Mete
.385
a
14.