< Ἀκρίτας
ἀκριτί >
ἀκρῐτής
,
-ές
sent. dud., quizá
completo
,
seguido
πεντ' ἀκριτεῖς ἐτέων πλησάμενον δεκάδας
IBeroeae
392.4 (II/I a.C.).