< ἀκρῐτής
ἀκρῐτόβουλος >
ἀκριτί
• Alolema(s):
-τεί
Aq.
Ie
.17.11
(Auct.)
adv.
sin ser juzgado
ἀποθνῄσκειν
Lys.
Fr.A
.5, cf. Aq.l.c.