< ἀκρομήρια
ἀκρομύλη· >
ἀκρομόλυβδος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀκρομόλιβδος
AP
6.5 (Phil.)
con lastre en el borde
λίνον
AP
6.5 (Phil.),
δίκτυον
AP
6.30 (Macedon.).