< [ἀ]κρόμεστος
ἀκρομόλυβδος >
ἀκρομήρια
,
-ων, τά
prob.
extremos de los muslos
e.e.
rodillas
o
corvas
ἐκ ... τῶν ἀκρομηρίων καὶ τῶν χειρῶν ἐδέθη
Sch.Lyc.867S.