ἀκρίς, -ίδος, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [voc. ἀκρί AP 7.192 (Mnasalc.)]
entom.
1 langosta, saltamontes
ἀκρίδες ἠερέθονταιIl.21.12, cf. Ar.Ach.1116, Arist.HA 555b18, Thphr.Fr.174.3, Theoc.7.41, 5.34, LXX Sap.16.9, Vit.Aesop.G 99
•en sg. c. valor colect. ἡ ἀ. la langosta, la plaga de la langosta
ἡ ἀκρίς ἐμπεσοῦσα κατέφθειρεν πάνταPTeb.772.2 (III a.C.),
ἐπάγω ἀκρίδα πολλήνLXX Ex.10.4,
ἀναβήτω ἀκρίςLXX Ex.10.12,
ὡς ἀκρὶς εἰς πλῆθοςcomo la plaga de la langosta LXX Id.6.5,
ὡς ἀκρίδος καταδηλησαμένης τοὺς καρπούςMen.Prot.23.9.55, cf. Heph.Astr.1.20.27.
2 grillo
φωνὴ λιγυρὰ τῶν τεττίγων καὶ τῶν ἀ. καὶ τῶν ἀηδόνωνArist.Aud.804a23,
αἱ δ' ἀκρίδες τοῖς πηδαλίοις τρίβουσαι ποιοῦσι τὸν ψόφονArist.HA 535b2,
βομβοῦσα ἀ.Ael.NA 6.19, cf. AP 7.195 (Mel.), 198 (Leon.).
3 ἀρουραία ἀ. mantis Zen.2.94.