< ἄκος
ἀκοσμέω >
ἀκοσκίνευτος
,
-ου
no aventado
,
no limpio
op. καθαρός:
κριθή
PSorb
.56.15 (III a.C.),
πυρός
PLille
44.5, 49.6,
PSorb
.28.6, 29.5 (todos III a.C.),
PTeb
.1029.5 (II a.C.).