< ἀκορεσταίνω
ἀκόρεστος >
ἀκορεστία
,
-ας, ἡ
insaciabilidad
τῆς ἐπιθυμίας
Epiph.Const.
Anc
.104, cf.
PRoss.Georg
.3.16.25 (VI d.C.).