< ἀκιδνός
Ἀκίδουσα >
ἀκιδοειδής
,
-ές
en forma de punta de flecha
τρίγωνα τετράπλευρα καλούμενα ... ἀκιδοειδῆ
Procl.
in Euc
.165.23, cf. 328.22.