ἀκιδνός, -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen., sup. ἀκιδνοτάτοιο Nonn.D.2.295]


1 débil, flojo, endeble εἶδος ἀκιδνότερος Od.8.169, εἶδος ἀκιδνοτέρη Od.5.217, οὐδὲν ἀκιδνότερον ... ἀνθρώποιο Od.18.130, δύναμις Hp.Nat.Puer.30, οὔ τι ... ἄλλο ... ἀκιδνότερόν τε γυναικός Q.S.7.286, ἔχις ... ἀκιδνότερος κατ' εὖρος Nic.Th.224, ἀκιδνότατον βέλεμνον Nonn.D.7.270, ποταμοὶ σβεστῆρες ἀκιδνοτάτοιο κεραυνοῦ los ríos son extintores del debilísimo trueno Nonn.D.2.295, en grado positivo δμῳαί Man.2.178, λογισμός Hp.Praec.8.

2 adv. -ῶς débilmente Simpl.in de An.202.36.
• Etimología: Etim. desc.