ἀκηράσιος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [gen. ép. -οιο A.R.2.1272]


1 no hollado, virgen, puro λειμών h.Merc.72, γυίων ἄνθος Rhian.71.4, ἀκηρασίων κόλπων Ἰναχίης δαμάλης Nonn.D.3.284, σκῆπτρον Epigr.Gr.907 (Sinope IV d.C.).

2 sin mezcla, puro οἶνος Od.9.205, A.R.2.1272, πηγαί Apoll.Met.Ps.17.33.