< ἀκατάψεκτος
ἀκατέγκλητος >
ἀκατάψευστος
,
-ον
no fabuloso
θηρία
Hdt.4.191
•
no fingido
διάληψις
Ath.Mitt
.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).