ἀκατάψεκτος, -ον
I
2 inocente
οὐκ ἀ. ἐᾷ τὴν τοῦ σῴζοντος ἡμερότηταCyr.Al.M.76.816D
•subst. τὸ ἀ. inocencia
οὐ πᾶσα πάντως εἰρήνη τὸ ἀ. ἔχειCyr.Al.M.72.756D.
II adv. -ως intachablemente Cyr.Al.M.72.816C.
οὐκ ἀ. ἐᾷ τὴν τοῦ σῴζοντος ἡμερότηταCyr.Al.M.76.816D
οὐ πᾶσα πάντως εἰρήνη τὸ ἀ. ἔχειCyr.Al.M.72.756D.