< ἀκατάσκοπος
ἀκατασόφιστος >
ἀκατάσκωπτος
,
-ον
no sujeto a burla
,
intachable
ἀδιάβλητος καὶ ἀ. προθυμία
Cyr.Al.M.68.793B,
ζωή
Cyr.Al.M.71.153B.