ἀκατάλυτος, -ον


1 indisoluble, indestructible, eterno κράτος D.H.10.31, δύναμις D.C.Epit.7.25.2, βάσανος LXX 4Ma.10.11, ζωή Ep.Hebr.7.16, Marc.Er.Nic.8.7, 11.

2 adv. -ως eternamente Chrys.M.60.486.