< ἀκατάλυτος
ἀκατάμακτος >
ἀκαταμάθητος
,
-ον
desconocido
ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς
Hp.
Acut
.7, cf. 51, Plot.3.9.9.