< ἀκατανάγκαστος
ἀκατανίκητος >
ἀκατανέμητος
,
-η, -ον
inutilizable para el pasto
νομοί
PTeb
.66.75 (II a.C.),
χέ(ρσου) ἀκα(τανεμήτου)
PTeb
.827.5 (II a.C.).