ἀθόρῠβος, -ον
I
συνουσίαPl.Lg.640c,
ἄρχωνPl.Lg.640c,
ἀ[θόρ]υβον ... καὶ ἀδ[ε]ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναιPolystr.Contempt.30.6,
γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβουPlb.8.29.1,
ἀ. καὶ βέβαιοςPlu.Fab.26,
ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήνPlu.2.589d,
ἡ ζωήProcl.in R.1.18, cf. PFlor.323.16 (VI d.C.).
2 que no produce confusión
σημεῖαAscl.Tact.12.10.
II adv. -ως imperturbablemente, sin perturbaciones
ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηταιE.Or.630,
ζῆνEpicur.Ep.[3] 87,
φρονεῖ[νMen.Pc.348,
βίος ... ἀ. ... [δια]νυ[ό]μενοςPhld.Oec.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.in R.1.19.