ἀθορύβητος, -ον
no turbado sup. subst.
τὸ ἀθορυβητότατονX.Ages.6.7,
ψυχὴν ἀθορύβητον ἔχεινEust.Op.254.48
•ac. adv. ἀθορύβητα sin estorbo, sin molestias
μέλπεινEust.Op.52.67.
τὸ ἀθορυβητότατονX.Ages.6.7,
ψυχὴν ἀθορύβητον ἔχεινEust.Op.254.48
μέλπεινEust.Op.52.67.