< ἀθυμητέον
ἀθῡμία >
ἀθυμητής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
acent.
ἀθυμήτης
Phot.
α
488 (ap.crít.), Sud.s.u.
ἄθυμος
cobarde
,
de poco coraje
Phot.
α
488 (= Sud.l.c.).