< ἀεξίνους
ἀεξίτροφος >
ἀεξίτοκος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
fértil
Κύπρος
Nonn.
D
.5.614,
κόλπος
Nonn.
Par.Eu.Io
.3.4.