< Ἀεξιμένης
ἀεξίτοκος >
ἀεξίνους
,
-ουν
• Prosodia:
[-ῐ-]
que engrandece la mente
σίμβλος
Procl.
H
.3.16,
τοκεύς
Nonn.
D
.14.119.