ἀειφυγία, -ας, ἡ
exilio perpetuo
φεύγετω ἀειφυγίανPl.Lg.877c, cf. e,
φεογέτω Ἀμφίπολιν ἀειφυγίηνSIG 194.25, cf. 5 (Anfípolis IV a.C.),
τοὺς ... ἐκ προνοίας ἀποκτιννύντας ... ἀειφυγίᾳ ζημιοῦσιD.21.43, cf. ID 98B.26 (IV a.C.), Them.Or.13.169b, 15.192d,
ἀ. τῆς ἐπαρχείαςIEphesos 132.37 (VI d.C.).