< ἀδμωλή
ἄδμων >
ἀδμωλία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἀδμολίη
EM
α
261,
Et.Gen
.
α
77,
Et.Sym
.
α
143;
ἀδμολία
Zonar.
ignorancia
Call.
Fr
.717.