< ἀδμωλέω
ἀδμωλία >
ἀδμωλή
,
-ῆς, ἡ
ignorancia
Call.
SHell
.298, Hdn.Gr.1.324 (c. otras interpr.
ἀ.· ἀπορία. ὀλιγωρία. ἄγνοια. ἡσυχία
Hsch.).