< ἀδιέκδυτος
ἀδιεξέλευστος >
ἀδιέξακτος
,
-ον
no llevado a cabo
,
sin hacer
μηδὲν ἀ]διέξακτον ἀπολείποντες
IP
245A.34, cf. B.13 (II a.C.).