< ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος >
ἀδιεξέλευστος
,
-ον
que carece de paso
o
salida
glosa a ἀδιεξίτητος
Syn.Lex
.
α
132, Phot.
α
361, Sud.
α
480.