ἀδιάλυτος, -ον
I
ἕνωσιςPh. en Eus.PE 8.14 (p.386),
σύμβασιςHierocl.p.17.23,
τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπανταAristeas 242,
δεσμόςProcl.in Ti.1.314.14
•incorrupto
τὸ σῶμαProcl.in R.2.153.
2 indestructible
στερεὸς καὶ ἀ.Epicur.Ep.[2] 54.6,
γῆEpicur.Nat.14.35.3,
μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυταPhlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible
πολεμεῖνPlb.18.37.4.