ἀδιαλόγιστος, -ον


I 1incapaz de calcular c. gen. αἱ τοῦ συμφέροντος ἀδιαλόγιστοι ψυχαί Phld.Lib.20b.9.

2 imprevisible ἡ πρὸς τὸν βίον ἡμῶν ἀ. τύχη D.S.31.10.

3 irracional προσβολή Marc.Er.Consult.2.1.

II adv. -ως irracionalmente Marc.Er.Consult.2.13.