ἀδιακόσμητος, -ον
1 que no tiene orden, que no es ordenado
πόλιςD.H.3.10,
οὐσίαChrysipp.Stoic.2.189,
τὰ πάντα ἡσυχάσαντα ἀδιακόσμηταPh.2.505.
2 no asignado de terrenos, I.AI 5.89.
πόλιςD.H.3.10,
οὐσίαChrysipp.Stoic.2.189,
τὰ πάντα ἡσυχάσαντα ἀδιακόσμηταPh.2.505.