< ἀδιακόσμητος
ἀδιάκριτος >
ἀδιακρισία
,
-ας, ἡ
falta de discernimiento
Ephr.Syr.3.346A, Gr.Nyss.
Eun
.3.7.39, Sud.s.u.
ἀκρισία
.