< ἀγᾰνοβλέφᾰρος
Ἀγᾱνορίδας >
ἀγᾰνόμμᾰτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
de ojos benévolos
Μοῦσ' ἀγανόμματε μᾶτερ
Carm.Conu
.34c.1.