< ἀγάννῐφος
ἀγᾰνόμμᾰτος >
ἀγᾰνοβλέφᾰρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
de ojos benévolos
Πειθώ
Ibyc.7.3
•
subst. ἡ ἀ.
AP
9.604 (Noss.).