< ἀγριοκυπάρισσος
ἀγριολάπαθον >
ἀγριολαθυρίδιν
,
-ου, τό
bot., quizá
lechetrezna
,
Euphorbia
sp.
,
δαφνοειδὲς τὸ μικρὸν ἀ.
Gloss.Bot.Gr
.421.24.