< ἀγριοκύμῑνον
ἀγριολαθυρίδιν >
ἀγριοκυπάρισσος
,
-ου, ὁ
bot.
enebro
,
Juniperus excelsa
Bieb.
βόρατος κέδρος μεγάλη ἢ ἀ.
Gloss.Bot.Gr
.309.2.