ἀγραρία, -ας, ἡ


lat. agraria, milit. avanzada, puesto avanzado, guarnición ὑπὲρ ἀγραρ(ίας) PHerm.Rees 75.2 (V d.C.), στρατιῶται τῆς ὑμετέρας ἀγραρίας PRoss.Georg.5.30re.2 (V d.C.), β]ίοτον ἑκάστῃ ἀγραρίᾳ PLond.1889A.12 (VI d.C.).