ἀγραρεύω


milit.

1 estar destacado, estar estacionado o acuartelado τοῖς ἐκεῖσε ἀγραρεύουσιν στρατιώ[ταις SB 7656.8 (biz.), ἀγραρευόντων ἐν τῷ μοναστηρίῳ Βαῦ PGrenf.2.95.2 (VI d.C.), ἐν τῇ πόλει PMasp.9re.21 (VI d.C.).

2 ἀγραρεύεις· περιέρχῃ Hsch.