ἀγαπητικός, -ή, -όν
1 afectuoso, cariñoso
τι ἀγαπητικόνPlu.Sol.7,
ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρClem.Al.Paed.1.6.42,
τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκναM.Ant.1.13
•amoroso, caritativo
διδασκαλίαClem.Al.Strom.4.18.113,
σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήνeliminar la disposición a la caridad Didym.Gen.44.18,
αἱ ἀγαπητικαὶ τῶν ῥημάτων ἐμφάσειςGr.Nyss.Hom. in Cant.31.3,
σχέσιςGr.Nyss.Hom. in Cant.21.18.
2 adv. -ῶς cariñosamente, afectuosamente Ph.2.216, Sch.E.Ph.308
•amorosamente, caritativamente
τὸν καθηγούμενον ἀ. ἀρίστου βίουClem.Al.Paed.1.3.9,
ἡ θεία ζωή ... ἀ. πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχειGr.Nyss.M.46.97A.