ἀβάσκανος, -ον


I que no atrae envidias ἀβάσκανον δὲ τοῦτο αὐτοῖς γένοιτο Tz.Com.Ar.1.99.11.

II 1no envidioso, que no tiene malicia Teles 7.56, τὸ ἀ. καὶ φιλόδωρον Ph.1.252, cf. Amph.Seleuc.10.

2 imparcial μάρτυς I.BI 1.192.

III adv. -ως sin envidia, sin despertar envidias τὸ παραχωρητικὸν ἀβασκάνως τοῖς δύναμίν τινα κεκτημένοις el dar paso sin envidia al que tenga especiales dotes M.Ant.1.16.6, ἀ. ... τοῖς ἀδελφοῖς συνεβίωσε Ael.VH 9.1, (τὸν μονογενῆ υἱὸν) βασιλείαν οὐρανῶν ... ἀβάσκανον πᾶσιν δωρεῖσθαι Didym.Trin.1.34.4.