< Ἀβρώνιχος
ἀβρωσία >
ἀβρώς
,
-ῶτος
no devorado
,
no picado
(por los mosquitos)
ἀβρῶτα μεσημβριάοντα φυλάσσει
AP
9.764 (Paul.Sil.).
• Etimología:
Cf. βιβρώσκω.