< ἀβρώς
ἄβρωτος >
ἀβρωσία
,
-ας, ἡ
ayuno
κλύω τάνδ' ἀβρωσίᾳ στόματος ἁμέραν Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν
de Fedra
, E.
Hipp
.136, cf. Poll.6.39.