εἵλως, -ωτος, ὁ
1 hilota, gener. plu. hilotas en Esparta, miembros de una clase sometida, dif. de los esclavos, Hdt.6.81, 9.80, Th.1.101, 128, X.HG 3.3.8,
τὸ τῶν εἱλώτων ἔθνοςTheopomp.Hist.13, cf. 22, 122,
κατεδουλώσαντο μᾶλλον ἢ τοὺς εἵλωταςIsoc.12.104, cf. 4.111,
γεωργοῦσί τε γὰρ τοῖς μὲν (Λάκωσι) εἵλωτεςArist.Pol.1271b41, cf. Fr.538, Heraclid.Lemb.Pol.10, Plu.Lyc.24, Paus.1.29.8, 3.11.8, Str.8.5.4,
μεταξὺ δ' ἐλευθέρων καὶ δούλων οἱ Λακεδαιμονίων εἵλωτεςPoll.3.83, tb. en sg.
κελεῦσαι τὸν εἵλωταHdt.7.229,
κρείττων ... τοῦ εἵλωτοςCritias B 37,
ΕἵλωτεςHilotas tít. de una comedia de Éupolis, Ath.138e (cf. tb. εἱλώτης)
•explicado por los gramáticos antiguos como n. genérico del esclavo
οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι πάντας τοὺς δούλους εἵλωτας καλοῦσινHdn.Gr.1.244,
τὸ ὄνομα τῶν εἱλώτων εἰς δουλικὴν ἁπλῶς μετελήφθη κλῆσινEust.295.26, cf. Paus.Gr.ε 16, Sud.
•identif. c. los Ἑλεάται:
οἱ μὲν αὐτῶν (τῶν εἱλώτων) ἐκ Μεσσήνης ὄντες, οἱ δ' ἑλεάται κατοικοῦντες πρότερον τὸ καλούμενον ἝλοςTheopomp.Hist.13, cf. Εἵλωτες, Εἱλωτίς.
2 plu., en Tenaro sátiros Hdn.Gr.1.244.
• Etimología: De *eu̯el-, cf. ἁλίσκομαι, εἷλον.