εἰσᾰκοντίζω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.43


I 1lanzar, disparar dardos ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.9.49, ἀμύνασθαι τοὺς εἰσακοντίζοντας Plb.2.30.4, c. ac. αὐτὸ (τὸ θηρίον) κύκλῳ ἐσηκόντιζον Hdt.l.c., τὴν ... Χίμαιραν Epin.2.10, c. εἰς y ac. ἐσηκόντιζον ἐς τὰ γυμνά (σώματα) Th.3.23, cf. Plb.9.3.2.

2 fig. salir disparado, brotar αἵματος δ' ἀπορροαὶ ἐς οἶδμ' ἐσηκόντιζον E.Hel.1588.

II en v. med. lanzarse (ἡ κυνόμυια) καθάπερ βέλος εἰσακοντίζεται Ph.2.101.