εἰσάκουσις, -εως, ἡ
1 atención
ἄξιος εἶ ... εἰσακούσεωςGreg.Disp.M.86.665B.
2 capacidad de oír a la divinidad
καταλείψας ἡμῖν ... τὴν εἰς σὲ εἰσάκουσινPMag.2.182.
ἄξιος εἶ ... εἰσακούσεωςGreg.Disp.M.86.665B.
καταλείψας ἡμῖν ... τὴν εἰς σὲ εἰσάκουσινPMag.2.182.