< εἰσεντίθημι
εἰσεπιδημέω >
εἰσέπειτα
adv.
en lo sucesivo
τὰ τ' οὖν πάρος τά τ' εἰ.
S.
Ai
.35, cf. D.C.
Epit
.7.15.8, Lib.
Decl
.40.13.