εἰσέλκω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.2.175
I concr.
1 arrastrar hacia dentro c. ac. y giro prep.
ἔσω γὰρ μιν (μουνολίθον) ἐς τὸ ἱρόνHdt.l.c.,
μ' εἰς τὸ βουλευτήριονAr.Ach.379
•en v. pas. Hdt.l.c.,
ἐπὶ τὸ ἐντὸς εἰσελκόμενοςGr.Nyss.Hom.in Eccl.312.5.
2 arrastrar, atraer hacia sí
τοὺς μὲν γέρονταςXenarch.4.13,
τὰς ... ἀτόμους εἰσέλκειν τε καὶ ἀποπέμπεινen rel. c. las teorías de Demócrito, Them.in de An.9.26
•en v. pas.
τὸν ἔξωθεν εἰσελκόμενον ἀέραGal.17(1).755,
τῶν ὑπὸ τῆς ἀναπνοῆς εἰσελκομένωνThem.in de An.9.25.
II fig. en v. med. adoptar para sí
αὐτόνa Epicuro, e.e., su doctrina, Them.Or.20.236a.