< εἰσέλκω
εἰσεμπορεύομαι >
εἰσεμπίπτω
incurrir en
,
caer en
fig.
ὡς πολλά[κις] ἄνθρωπ[οι] πολλοῖς πειρασμοῖς εἰσενέπεσαν
Didym.
in Iob
137.17.