< εἰσελασία
εἰσελαστικός >
εἰσέλασις
,
-εως, ἡ
carga
,
ataque
de carros
διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως
Plu.
Art
.7,
τῶν ἵππων
Sch.Er.
Il
.15.258-259.