εἰσάφιξις, -εως, ἡ


derecho de entrada, libre acceso a un territorio o ciu. εἶναι Σαρδιηνῶν τῷ βουλομένῳ εἰσάφιξιν ἐς Μίλητον ἀσυλεὶ καὶ ἀσπονδεὶ Milet 1(3).135.7 (IV a.C.), cf. IAlex.Troas 3.11 (IV/III a.C.), δεδόσθαι αὐτῷ εἰσάφιξιν εἰς Κύζικον κατ[ὰ] γῆν καὶ κατὰ θάλασσ[α]ν SIG 645.88 (Seleucia, Cilicia II a.C.).